- ακλείδωτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν κλειδώθηκε: Άφησες το σπίτι ακλείδωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακλείδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κλειδωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλειδωτός < κλεδώνω] … Dictionary of Greek
ξεκλείδωτος — η, ο [ξεκλειδώνω] 1. ακλείδωτος, ξεκλειδωμένος, ανοιχτός 2. αυτός που κινείται με ασυντόνιστες κινήσεις. επίρρ... ξεκλείδωτα ανασφάλιστα, ανοιχτά («άφησε ξεκλείδωτα και έφυγε») … Dictionary of Greek